- κριθοφαγία
- κριθοφαγία, ἡ (Α) [κριθοφάγος]το να τρώγει κάποιος κριθάρι, ως τιμωρία, στον ρωμαϊκό στρατό («τοῡ δὲ παραδειγματισμοῡ τοῡ κατὰ τὴν κριθοφαγίαν ὁμοίως συμβαίνοντος», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριθοφαγίαν — κριθοφαγίᾱν , κριθοφαγία barley diet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)